“Putting on my sport shoes feels like a chore”
Κάθε φορά που θα βγω να τρέξω υπάρχει μια άλλη προσωπικότητά μου που κάθεται στο καναπέ, μασουλάει βαριεστημένα και με κοιτάει με βλέμμα “αλήθεια τώρα;” και ‘γω απαντάω κάτι σαν “Ναι, αλλά κάποιος πρέπει να το κάνει, α;”.
Θέλει*. Παρά τη βαρεμάρα. Οκ κυρίως θέλει την ευχάριστη αίσθηση που έρχεται μαζί με τη δραστηριότητα και όχι όλα τα υπόλοιπα, αλλά αυτά πάνε μαζί. Και είναι διαφορετική από την ικανοποίηση του αράζω. Ή και τη δυσκολία.
Γιατί υπάρχουν και οι φορές που το δύσκολο δεν είναι το να κινηθείς, αλλά το να κάτσεις. Όλη αυτή η κουλτούρα του να κάνουμε, να τρέχουμε (μεταφορικά), να προλαβαίνουμε, να μην “μένουμε πίσω” (από ποιον και τι) είναι φορές που κάνει δύσκολο το να απολαμβάνεται η ξεκούραση. Ξεχνιέται πόσο ωραίο και απαραίτητο είναι το time off. Από κάποια -ή και τα πάντα.
Ο πραγματικός αγώνας -ή όπως θες πες το- είναι το να επιλέγουμε συνειδητά να κάνουμε πράγματα για μας. Παρά τη δυσκολία. Πράγματα διαφορετικά, στις δικές μας ανάγκες, στους δικούς μας ρυθμούς. Και αυτά αλλάζουν ανά περιόδους. Άλλοτε ακόμα κι αν βαριόμαστε. Άλλοτε ακόμα κι αν αισθανόμαστε ότι “θα έπρεπε” να κάναμε κάτι άλλο από αυτό που κάνουμε. Και να τα επικοινωνούμε.
Μια εξάσκηση που ξεβολεύει, ειδικά όταν θέλουμε να συντηρηθεί μια κατάσταση. Και αναλόγως ξεβολεύει και την κοινωνία, συμβάσεις ή το πώς έχουμε φανταστεί τη ζωή ως τώρα εμείς ή προηγούμενες γενιές. Το δικαίωμα στην ξεκούραση, στην διαφορετικότητα, στο να επιλέγουμε ελεύθερα. Τα αυτονόητα που δεν είναι αυτονόητα. Και ταυτόχρονα μαλακώνει. Η φροντίδα για εμάς, είναι φροντίδα των σχέσεων που έχουμε με ό,τι και όποιον μας περιβάλλει.
Και δεν ξέρω, η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά είναι σκέψεις που είχα σημειώσει πριν να τρέξω 10χλμ., τώρα το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι με περιμένει το άλλο μου ολόκληρο, η πίτσα.
Photo by Sam Butcher on Unsplash